- Ληναϊκός
- Ληνᾰ-ϊκός, ή, όν,A of or belonging to the
Λήναια, ἀγῶνες Posidipp.
ap. Ath.7.414e;διδασκαλίαι Plu.2.839d
;θέατρον Λ. Poll.4.121
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λήναια, ἀγῶνες Posidipp.
ap. Ath.7.414e;διδασκαλίαι Plu.2.839d
;θέατρον Λ. Poll.4.121
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ληναικός — Ληναϊκός , Ληναικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληναϊκός — ληναϊκός, ή, όν (Α) [ληναίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Λήναια … Dictionary of Greek
Ληναικά — Ληναϊκά , Ληναικός of neut nom/voc/acc pl Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc/acc dual Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικῶν — Ληναϊκῶν , Ληναικός of fem gen pl Ληναϊκῶν , Ληναικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικόν — Ληναϊκόν , Ληναικός of masc acc sg Ληναϊκόν , Ληναικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* … Dictionary of Greek
Ληναικοῖς — Ληναϊκοῖς , Ληναικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικούς — Ληναϊκούς , Ληναικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικάς — Ληναϊκά̱ς , Ληναικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικήν — Ληναϊκήν , Ληναικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)